- ὑβρίστης
- ὕβριστοςwantonfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑβριστῇς — ὑβριστής violent masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστής — violent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστής — ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, ίστιδος, Α [ὑβρίζω] νεοελλ. πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος μσν. αρχ. θρασύς, αναιδής ή βίαιος αρχ. 1. ακόλαστος, ασελγής 2. (για ζώο) ατίθασος 3. (για φυσικά… … Dictionary of Greek
υβριστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που συστηματικά εκστομίζει υβριστικές λέξεις και φράσεις, ο βρισιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑβρισταῖν — ὑβριστής violent masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισταῖς — ὑβριστής violent masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισταί — ὑβριστής violent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστοῦ — ὑβριστής violent masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῇ — ὑβριστής violent masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῇσι — ὑβριστής violent masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)